-
1 φωνη
дор. φωνά (ᾱ) ἥ1) звукφ. ἥ δι΄ ὤτων ὑπ΄ ἀέρος μέχρι ψυχῆς πληγέ διαδιδομένη (ἐστίν) Plat. — звук есть сотрясение, передаваемое воздухом через уши сознанию;
ὀργάνων φωναί Plat. — звуки (музыкальных) инструментов;ἀρθροῦν τέν φωνήν Xen. — издавать членораздельные звуки;ἥ φ. ἔναρθρος Plut. — членораздельные звуки2) голосἀείδειν λεπταλέῃ φωνῇ Hom. — петь тонким голосом;
ἐπαίρειν τέν φωνήν Dem. — возвышать голос;βοῶν φ. Hom. — мычание коров;φ. σκύλακος Hom. — лай щенка;χέειν πολυηχέα φωνήν Hom. — (о соловье) петь переливчатым голосом;ἀναβοῆσαι μιᾷ φωνῇ Luc. — единодушно воскликнуть3) звук, гудение, жужжание(τῆς κερκίδος Soph.; ὑδάτων πολλῶν NT.)
ἥ ἱερὰ φ. Luc. — священный шелест (Додонского дуба)4) членораздельный звук, звук речиὄνομά ἐστι φ. συνθετέ σημαντική Arst. — имя есть значимое сочетание членораздельных звуков
5) гласный звук Plat., Arst.6) крик, возглас(αἱ τῶν ἀγοραίων φωναί Xen.; φ. βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ NT.)
7) боевой клич(Τρώων καὴ Ἀχαιῶν Hom.)
8) слово, речьφωνέν λαβεῖν Soph. — взять слово или обрести дар речи;
φωνέν εὐεπῆ ἱέναι Xen. — хорошо говорить;φ. νόμου ἥδε Plat. — закон гласит следующее;πᾶσαν φωνέν ἱέναι Plat. и πάσας ἀφιέναι φωνάς Plat., Dem. — пускать в ход все слова, т.е. широковещательно говорить (ὑπέρ τινος Dem.)9) язык, речь Hom., Thuc.10) говор, наречие11) (отдельное) словоφωνήν τινα ἀνῃρῆσθαι Plut. — изъять какое-л. слово из обращения
12) выражение, изречение(ἥ Σιμωνίδου φ. Plat.; ἥ Πλατωνικέ φ. Plut.)
См. также в других словарях:
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
Λυδός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Λυδίας. Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από αυτόν, ενώ ονομαζόταν μέχρι τότε Μαιονία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βασίλευε πριν από τη δυναστεία των Ηρακλειδών, ενώ ο Στράβων αναφέρει ότι ο Λ … Dictionary of Greek
πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek